καταχερσούμαι

καταχερσούμαι
καταχερσοῡμαι, -όομαι (Α)
μένω χέρσος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χερσοῦμαι «μένω ξηρός και άγονος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”